- τελεολογία
- ητελολογία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τελεολογία — και τελολογία, η, Ν 1. (κατά την αριστοτ. φιλοσ.) αντίληψη κατά την οποία τα πράγματα εξελίσσονται προς την πραγμάτωση τών σκοπών που ενυπάρχουν στη φύση τους και, επομένως, η ερμηνεία τών πάντων, για να είναι πλήρης, πρέπει να θεωρεί όχι μόνον… … Dictionary of Greek
τελεολογικός — και τελολογικός, ή, ό, Ν 1. (φιλοσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελεολογία 2. φρ. «τελεολογική απόδειξη» (φιλοσ. θεολ.) άποψη που θεμελιώνεται στην τελεολογία και σύμφωνα με την οποία, εφόσον στο σύμπαν βασιλεύει τάξη και σκοπιμότητα,… … Dictionary of Greek
Teleologisch — Die Teleologie (griechisch τελεολογία im altgriechischen Sinn von τέλος, télos – Ziel, Sinn und λόγος, lógos – Lehre) ist die Lehre der Ziel und Zweckbestimmtheit der Dinge, insbesondere von Abläufen sowie Lebewesen und deren Verhalten.… … Deutsch Wikipedia
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
ανθρωπομορφισμός — H τάση να αποδίδεται ανθρώπινη φύση στις θεότητες. O όρος, με μια σημασία πιο πρόσφατη και γενική, υποδηλώνει επίσης κάθε συλλογισμό ή φιλοσοφική θεωρία που, για να εξηγήσει ό,τι δεν είναι άνθρωπος (θεός, φυσικά, βιολογικά και άλλα φαινόμενα),… … Dictionary of Greek
επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος … Dictionary of Greek
τελολογία — Φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία ο λόγος ύπαρξης όλων των πραγμάτων ταυτίζεται με τον σκοπό (τέλος) προς τον οποίο κατευθύνονται. Σύμφωνα με μια περίφημη ανάλυση του Καντ, η ύπαρξη των πραγμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται σε δύο κατηγορίες… … Dictionary of Greek
Άντλερ, Μαξ — (Max Adler, Βιέννη 1873 – 1940). Αυστριακός κοινωνιολόγος και φιλόσοφος. Οπαδός του αυστριακού ρεύματος του μαρξισμού, διεύθυνε με τον Χίλφερντινγκ την επιθεώρηση Μαρξιστικές Σπουδές (Marx Studien). Έδωσε έμφαση στην κοινωνιολογική όψη του… … Dictionary of Greek
τελολογία — η και τελεολογία, η φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι όλα στον κόσμο διέπονται από τελικά αίτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)